ΩΡΑ ΝΑ ΜΑΘΟΥΜΕ ΠΩΣ Ο ΑΕΡΑΣ Ο ΚΟΠΑΝΙΣΤΟΣ ΒΑΦΤΙΖΕΤΑΙ ΧΡΗΜΑ !!!


Η παγκόσμια οικονομική κρίση παρέσυρε και την Ελληνική οικονομία σε περιπέτειες, βέβαια δεν ήταν η οικονομική κρίση από μόνη της που δημιούργησε το πρόβλημα. Το πρόβλημα προϋπήρχε λόγω των αστρονομικών ποσών που οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν δανειστεί από τις αγορές και απλά οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν λόγω της κρίσης, το έκαναν να εμφανιστεί και να πάρει τις διαστάσεις που έχει σήμερα.
Φυσικά κάθε κρίση και κάθε περιπέτεια είναι θεμέλιο μιας νέας αρχής και δημιουργεί απίστευτες ευκαιρίες για αυτούς που είναι έτοιμοι να τις καλλιεργήσουν. Εμείς όμως τι κάνουμε;

Πώς όμως ξεκίνησαν όλα.
Στην αρχή οι τράπεζες στόχευαν να μαζέψουν καταθέτες. Εστίαζαν την προσπάθεια τους στην ανάπτυξη του δικτύου, το marketing και το χτίσιμο του ονόματος τους. Τα πρώτα τους δάνεια δίνονται σε μεγάλους και ασφαλείς εταιρικούς πελάτες και στην συνέχεια επεκτείνονται σε ιδιώτες με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, που είναι και αυτοί με την σειρά τους ιδιαίτερα ασφαλείς. Οι εξασφαλίσεις για τα δάνεια αυτά είναι συνήθως ψηλές και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα εξαιρετικά χαμηλούς δείκτες επισφαλειών. Το γεγονός αυτό ενθαρρύνει τις τράπεζες να στοχεύσουν και σε νέες αγορές.
Οι πρώτες πιστωτικές κάρτες, τα δάνεια για αυτοκίνητα και τα μικρά καταναλωτικά σε ιδιώτες, δίνονται πάλι με υψηλές εξασφαλίσεις. Καθώς όμως τα δάνεια που χορηγούν αυξάνονται, μεγαλώνει αντίστοιχα και η καταθετική βάση των τραπεζών και έτσι μπορούν σταδιακά να αναλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο ρίσκο. Καθώς η αγορά μεγαλώνει, ο ανταγωνισμός αυξάνεται και με την σειρά του πιέζει τις τράπεζες να μειώσουν τις απαιτήσεις τους και να αναλάβουν ακόμη μεγαλύτερο ρίσκο. Βρισκόμαστε ήδη στο χρονικό σημείο που οι χορηγήσεις (δάνεια) είναι περισσότερες από τις αρχικές καταθέσεις, και ο λόγος αυτός αυξάνεται γεωμετρικά. Περισσότερες χορηγήσεις ίσον περισσότερα κέρδη άρα οι τράπεζες δανείζουν και δανείζουν ξανά. Ο ανταγωνισμός συνεχίζει να αυξάνεται και οι τράπεζες αναγκάζονται να προσφέρουν περισσότερα νέα προϊόντα για να κερδίσουν πελάτες. Σιγά-σιγά κάποιοι πελάτες αρχίζουν να μην είναι συνεπείς, αλλά οι τράπεζες δεν είναι προετοιμασμένες για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.
Όλο και περισσότερες επιχειρήσεις αποδέχονται ή απαιτούν την χρήση πιστωτικών καρτών (ξενοδοχεία, ενοικιάσεις αυτοκινήτων, αεροπορικές εταιρείες). Οι καταναλωτές σταδιακά μετακινούνται από τα μετρητά στις κάρτες. Χρεωστικές – Πιστωτικές. Τα πιστωτικά όρια εκλαμβάνονται από τους καταναλωτές ως διαθέσιμο χρήμα και σταδιακά ανοίγονται και αρχίζουν να ξοδεύουν περισσότερα. Η αγορά έχει συνεχώς περισσότερη ρευστότητα και η οικονομία αναπτύσσεται. Καθώς οι τράπεζες αναπτύσσονται και αυτές, η προσοχή τους στρέφεται όλο και περισσότερο στους τζίρους και όχι στην καθαρή κερδοφορία. Το πρόβλημα των επισφαλειών (κόκκινα δάνεια) σταδιακά επιδεινώνεται και αρχίζουν να κινητοποιούνται για να το αντιμετωπίσουν. Στην αρχή απευθύνονται σε εισπρακτικές εταιρείες, αυτή η λύση ανακουφίζει το πρόβλημα προσωρινά, αλλά δεν το λύνει. Οι επισφάλειες συνεχίζουν να συσσωρεύονται. Οι έλεγχοι από τις εποπτικές αρχές πιέζουν για λύση και απαιτούν να γίνουν διαγραφές. Δηλαδή οι τράπεζες, να διαγράψουν από τους ισολογισμούς τους τα προβληματικά δάνεια και να εγγράψουν στους ισολογισμούς τους τις ζημιές τους από αυτά, γεγονός που τελικά θα μειώσει τα ίδια κεφάλαια τους.

Οι τράπεζες έχουν πλέον έναν μεγάλο αριθμό από δάνεια σε καθυστέρηση ή διαγραφή. Αρχικά προσπαθούν να τα εισπράξουν χρησιμοποιώντας κάθε μέσο και πολλές φορές καταλήγουν στα δικαστήρια. Η τακτική αυτή όμως πλήττει την δημόσια εικόνα τους. Το πρόβλημα παραμένει και αρχίζει να πιέζει την κερδοφορία. Οι δικαστικές εμπλοκές επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο το σύστημα αφού ακόμη και το outsourcing απαιτεί υποστήριξη και έχει κόστος που με την σειρά του επιβαρύνει το αποτέλεσμα. Οι καταναλωτές πλέον είναι γνώστες του προβλήματος.

Οι τράπεζες χρησιμοποιούν εκτεταμένα τις εισπρακτικές εταιρείες, αυτή όμως η κίνηση δεν λύνει το λογιστικό τους πρόβλημα, δεν εγγυάται οικονομική διευθέτηση και συνεχίζει να απαιτεί μεγάλη διαχειριστική υποστήριξη από το προσωπικό τους. Οι τράπεζες αρχίζουν να αναχρηματοδοτούν τα προβληματικά τους χαρτοφυλάκια και προσφέρουν δάνεια συγκέντρωσης οφειλών. Αυτή η κίνηση δημιουργεί νέα δάνεια και προσωρινά οι τράπεζες κερδίζουν χρόνο. Για τους καταναλωτές όμως που έχουν ανοιχτεί πέρα από τα όρια τους τίποτα δεν αλλάζει.
Τώρα πια οι τράπεζες βρίσκονται παγιδευμένες σε μια ανεπιθύμητη σχέση μεταξύ ενήμερων και καθυστερούμενων χορηγήσεων, με την πλάστιγγα για πρώτη φορά να γέρνει προς την πλευρά του προβλήματος. Τα επισφαλή δάνεια είναι πια τόσα πολλά που επηρεάζουν πλέον δραματικά την κερδοφορία τους και απειλούν την ίδια την υπόσταση των τραπεζών κατατρώγοντας με ταχύτητα τα ίδια κεφάλαια. Το γεγονός αυτό επηρεάζει αρνητικά την δυνατότητα τους να χορηγήσουν νέα δάνεια. Το ευρωπαϊκό ρυθμιστικό πλαίσιο τους επιβάλει να διαγράψουν τα δάνεια αυτά, και έτσι επιβαρύνουν σημαντικά με ζημιές τους ισολογισμούς τους, επιδεινώνοντας ταυτόχρονα τον δείκτη της βιωσιμότητας τους. Για να βγουν από την δύσκολή αυτή κατάσταση αναγκάζονται να πουλήσουν μέρος από αυτά τα δάνεια. Η πώληση είναι ένας ασφαλής και ενδεδειγμένος τρόπος για να εξασφαλίζουν ρευστότητα, να τερματίσουν τις νομικές τους εμπλοκές και να καθαρίσουν τους ισολογισμούς τους από τα διαγραμμένα δάνεια. Η πώληση όμως δημιουργεί ένα δευτερογενές πρόβλημα, κατατρώει τα ιδία κεφαλαία (λόγω της ζημιάς που καταγράφουν) με ακόμη μεγαλύτερη ταχύτητα και οι τράπεζες πλέον κινδυνεύουν να χρεοκοπήσουν. Το γεγονός αυτό πλήττει καίρια τους μετόχους τους, και από εδώ ξεκινάει ένας φαύλος κύκλος, ο οποίος σε κάθε επανάληψη (διαγραφή επισφαλειών) απαιτεί και νέα ανακεφαλαιοποίηση, δηλαδή νέα χρήματα από τους παλαιούς μετόχους (όποιοι από αυτούς έχουν απομείνει) και χρήματα από νέους μετόχους. Τελικά όλο αυτό καταλήγει στο να αφαιρούνται κεφάλαια από την αγορά και η οικονομία, λόγω έλλειψης κεφαλαίων και ρευστότητας ακολουθεί ένα καθοδικό σπιράλ που την οδηγεί σε ύφεση.
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, όπως και τα περισσότερα τραπεζικά συστήματα στον κόσμο σήμερα, είναι «Τραπεζικό Σύστημα Κλασματικών Αποθεμάτων» (Fractional Reserve Banking).
Σύμφωνα με τον νόμο μια κατάθεση στην τράπεζα δεν είναι απόθεση των χρημάτων του καταθέτη για φύλαξη. Δηλαδή τα χρήματα που κατατίθενται, δεν είναι πλέον ιδιοκτησία του καταθέτη αλλά περιέρχονται στην ιδιοκτησία της τράπεζας, και ο καταθέτης με τη σειρά του αποκτά ένα περιουσιακό στοιχείο που ονομάζεται λογαριασμός καταθέσεων (ή όψεως κλπ). Αυτός ο λογαριασμός του καταθέτη, αποτελεί μια εγγραφή υποχρέωσης προς τον καταθέτη στον ισολογισμό της τράπεζας.
Οι τράπεζες λοιπόν κρατάνε στα ταμεία τους σε πραγματικά χρήματα (αποθεματικό), μόνο ένα πολύ – πολύ μικρό μέρος από τις συνολικές καταθέσεις των πελατών τους, το οποίο είναι και διαθέσιμο για ανάληψη. Τα υπόλοιπα χρήματα από τις καταθέσεις, οι τράπεζες τα χρησιμοποιούν για να παρέχουν νέα δάνεια μέχρι όμως ένα καθορισμένο πολλαπλάσιο του αποθεματικού τους, αυτό όμως σημαίνει ότι τα πραγματικά χρήματα (αποθεματικό) που οι τράπεζες κρατάνε στα ταμεία τους διαθέσιμα για ανάληψη από τους καταθέτες τους δεν φθάνουν να τους καλύψουν όλους αν οι πελάτες, τα ζητήσουν κάποια στιγμή όλοι μαζί. Είναι βέβαιο ότι τότε οι τράπεζες θα έχουν μεγάλο πρόβλημα. Στην πράξη όμως η μεθοδολογία της διατήρησης μόνο κλασματικών αποθεματικών στις τράπεζες λειτουργεί συνήθως ομαλά, διότι είναι σχετικά λίγοι οι καταθέτες που απαιτούν την ανάληψη των σε καταθέσεων τους σε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή. Έτσι το αποθεματικό αυτό είναι αρκετό για να καλύψει τις ανάγκες που υπάρχουν για μετρητά.
Το σύστημα κλασματικών αποθεμάτων αυξάνει την παροχή χρήματος με την διαδικασία της χορήγησης δανείων και την αντίστοιχη δημιουργία νέων καταθέσεων και έτσι οι τράπεζες δημιουργούν στην πράξη νέο χρήμα. Όταν δηλαδή μια τράπεζα εκδίδει ένα νέο δάνειο δημιουργεί πρακτικά μια νέα επιπλέον κατάθεση, είτε σε αυτούς που έχουν λάβει το δάνειο είτε στον τελικό αποδέκτη του δανεισμένου ποσού. Για παράδειγμα, όταν ένας αγοραστής ενός σπιτιού παίρνει στεγαστικό δάνειο, μια ισόποση κατάθεση δημιουργείται στο λογαριασμό του πωλητή του σπιτιού.
Επειδή οι τράπεζες υποχρεώνονται να κρατούν μόνο ένα μικρό τμήμα των καταθέσεων ως αποθεματικό, αυτή η νέα κατάθεση δημιουργεί ένα άλλο νέο δάνειο, το οποίο δημιουργεί με την σειρά του μία νέα κατάθεση … και ούτω καθεξής. Με τον τρόπο αυτό, έχουμε θέσει σε κίνηση ένα μηχανισμό που δημιουργεί έναν αέναο κύκλο δημιουργίας δανείων και καταθέσεων, από τον οποίο όμως πραγματικό χρήμα είναι μόνον αυτό της πρώτης κατάθεσης, όλο το υπόλοιπο έχει δημιουργηθεί λογιστικά από τις τράπεζες.
Για να το καταλάβουμε καλύτερα, αρκεί να θεωρήσουμε όλο το τραπεζικό σύστημα σαν έναν ενιαίο οργανισμό. Έτσι, κάθε φορά που κάποιος εκταμιεύει ένα δάνειο, το χρήμα που αντιστοιχεί σε αυτό δεν εκρέει από το τραπεζικό σύστημα, αλλά με τον ένα η τον άλλο τρόπο τελικά καταλήγει να αποτελεί κατάθεση κάποιου σε κάποια τράπεζα.

Στο ανωτέρω θεωρητικό παράδειγμα από την αρχική κατάθεση των 400€ που έκανε ο πελάτης με Πραγματικά Χρήματα στην 1η από τις τράπεζες, τελικά κατέληξε οι 4 τράπεζες του παραδείγματος να έχουν δώσει συνολικά 600€ σε δάνεια και να εμφανίζουν στα βιβλία τους 1.000€ σε καταθέσεις.Δημιούργησαν δηλαδή 600€ επιπλέον Euro από το πουθενά, (από αέρα κοπανιστό όπως λέει και ο λαός, ο οποίος στην συνέχεια βαφτίστηκε χρήμα) τα οποία φυσικά με την σειρά τους τα δάνεισαν ξανά, σαν να ήταν πραγματικά.
Οι τράπεζες όμως σήμερα βρίσκονται σε μία εξαιρετικά δυσχερή θέση, οι καταθέσεις που υπήρχαν στο τέλος του 2014 ήταν συνολικά €164 δισ. (από αυτές €20,1 δισ. σε λογαριασμούς όψεως, €43,6 δισ. σε λογαριασμούς ταμιευτηρίου και €100,2 δισ. σε προθεσμιακές) έναντι χορηγήσεων €212,4 δισ. και οι συγκεντρωμένες επισφάλειες στα χαρτοφυλάκια τους για τις οποίες πρέπει να προχωρήσουν σε διαγραφή, είναι περίπου €110 δισ. ήτοι το 52% του χαρτοφυλακίου τους!
Με όποιο τρόπο και αν αποφασίσουν να διαχειριστούν τις επισφάλειες αυτές οι τράπεζες, οι εποπτικές αρχές και το κράτος, μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια οι τράπεζες θα πρέπει να καλύψουν απώλεια €77 δισ. από ζημιές που θα εμφανιστεί στα ίδια κεφάλαια τους. Αυτό θα γίνει είτε με νέες ανακεφαλαιοποιήσεις από τους μετόχους τους (αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου) είτε παράγοντας κέρδη, είτε εφαρμόζοντας τον κανονισμό 806/2014 της ΕΕ «Ενιαίος Μηχανισμός Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων» ο οποίος μεταξύ άλλων προβλέπει και την διαδικασία του bail-in (διάσωση με ίδια μέσα).
Όμως τα αποθεματικά τους έχουν εξανεμισθεί λόγω της κρίσης και της απόσυρσης των καταθέσεων από τους πελάτες τους και για να καλύψουν την διαφορά έχουν αντιστρέψει την διαδικασία χορηγήσεων απαιτώντας από την αγορά να επιστρέψει τα δάνεια που τους έχουν χορηγήσει, σε μια προσπάθεια για να κλείσουν το άνοιγμα που έχει δημιουργηθεί, μεταξύ χορηγήσεων και καταθέσεων. Ταυτόχρονα έχουν απευθυνθεί σε μηχανισμούς διάσωσης όπως ό ELA για να εξασφαλίσουν προσωρινά ρευστότητα και να έχουν χρήματα για να δώσουν στους καταθέτες τους.
Έτσι λοιπόν σήμερα βρισκόμαστε σε μία κατάσταση όπου νέες χορηγήσεις δεν μπορεί να υπάρξουν και αυτό μας έχει ήδη οδηγήσει σε έναν φαύλο κύκλο, όπου όσο οι τράπεζες δεν καθαρίζουν την θέση τους, δηλαδή δεν μπορούν να διαγράψουν το σύνολο των ζημιών τους αν δεν ανακεφαλαιοποιηθούν πλήρως, και φυσικά δεν μπορούν να δώσουν νέα δάνεια και το πρόβλημα ανακυκλώνεται συνεχώς.
Η αρνητική ρευστότητα των τραπεζών και η άθλια κατάσταση της Ελληνικής οικονομίας, είναι ένας απελπιστικός συνδυασμός που έχει πάρει επικίνδυνες διαστάσεις και από τον οποίο η χώρα πρέπει να απεμπλακεί άμεσα.
Η αδράνεια αυτή του κράτους των εποπτικών αρχών και των τραπεζών και η αδυναμία να δοθεί πραγματικά λύση, περιπλέκει και επιδεινώνει το πρόβλημα ακόμη περισσότερο. Αυτό σημαίνει ότι όσο περισσότερο καθυστερούν οι τράπεζες να απεμπλακούν από τα δάνεια αυτά τόσο χειροτερεύει το πρόβλημα. Η διεθνής πρακτική λέει (και υπάρχουν δεκάδες παραδείγματα για αυτό) ότι όσο απομακρυνόμαστε από τον χρόνο μηδέν, το σημείο δηλαδή που δημιουργήθηκε το πρόβλημα και στην περίπτωση μας έχουν ήδη περάσει αρκετά χρόνια, τόσο περισσότερο μειώνεται στην αγορά η αξία εξαγοράς αυτών των χαρτοφυλακίων (δηλαδή το ποσό που είναι διατεθειμένοι οι ξένοι οίκοι να καταβάλουν για την αγορά τους). Το γεγονός αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι τράπεζες να επιβαρύνονται συνεχώς με εξειδικευμένα και πολυάριθμα τμήματα διαχείρισης, εισπρακτικές και δικηγορικές εταιρείες που εκτοξεύουν το εσωτερικό τους κόστος και υποσκάπτουν την όποια πιθανή κερδοφορία. Φυσική συνέπεια τα χαρτοφυλάκια αυτά να απαξιώνονται και οι τράπεζες αναγκαστικά προετοιμάζονται για να διαγράψουν όλο και μεγαλύτερα ποσά με ότι αυτό συνεπάγεται για την Εθνική Οικονομία, την ρευστότητα της αγοράς, τα κεφάλαια τους και τους μετόχους τους.
Το σημαντικότερο όμως πρόβλημα που δημιουργείται από όλη αυτή την καθυστέρηση, είναι η αδυναμία των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν την αγορά, που με την σειρά της επηρεάζει στο σύνολο της την Ελληνική Οικονομία.
Είναι ξεκάθαρο ότι το πρόβλημα δεν θα λυθεί για όσο καιρό ακόμη οι τράπεζες δεν θα μπορούν να χρηματοδοτήσουν την Ελληνική Οικονομία. Χωρίς υγιείς τράπεζες και ρευστότητα στο σύστημα, ανάπτυξη δεν πρόκειται να δούμε.



πηγή

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια